Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Θα πέθαινες από αγάπη?




Αναζητώντας την αγάπη, θυμήθηκα ιστορίες που έχω ακούσει. Ιστορίες αληθινές για ανθρώπους που αποφάσισαν να τελειώσουν την ζωή τους διότι δεν άντεχαν τον πόνο της απώλειας, τον πόνο της αγάπης.
Να αγαπάς μόνος σου δεν είναι αρκετό. Η αγάπη θέλει δύο για να ολοκληρωθεί. Αν και είναι πολλοί αυτοί που αν και μόνοι τους , διατήρησαν την αγάπη τους για πρώην συντρόφους ή ανεκπλήρωτους έρωτες. Μία από αυτούς ήταν και η Πηνελόπη Δέλτα. Αν και παντρεμένη με τρία παιδιά, κόρες, ήταν ερωτευμένη από την στιγμή που τον γνώρισε μέχρι και που έβαλε τέλος στην ζωή της, στο σπίτι της στην Κηφισιά, δηλητηριάστηκε, με τον Ίων Δραγούμη. Ένας έρωτας που δεν μπορούσε να εκπληρωθεί λόγο τον καταστάσεων αλλά που και οι δύο φύλαγαν μέσα τους με τόση αγάπη.
Το 1905. Τότε ήταν η χρονιά που η Πηνελόπη Δέλτα γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια. Ερωτεύτηκαν αμέσως και η φύση του ειδυλλίου τροφοδότησε ένα έντονο πάθος και μια πλατωνική-δίχως αύριο αγάπη. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας θα κρατούσε για αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η Δέλτα έκανε δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Ομολόγησε τα πάντα στον σύζυγό της για να είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της, αλλά δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Δε μπορούσε να αντιταχθεί στις κοινωνικές επιταγές και την υποχρέωσή της απέναντι στα παιδιά της και προσπάθησε να βάλει τίτλους τέλους στη σχέση της με τον Δραγούμη. Το 1912, η γνωριμία και ο έρωτας του Δραγούμη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, θα της δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Από τότε, η Πηνελόπη Δέλτα θα ντυθεί στα μαύρα, μέχρι το τέλος της ζωής της





Επιστολή της Πηνελόπης Δέλτα στον Ίωνα Δραγούμη (27 Ιουλίου 1906)



Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ίων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με... Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ' αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου οπόταν σε φωνάξω. Ίων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ' αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ' άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ίων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν "τρελός για μένα", έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα... Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει "τιμή" και "λόγος". Ξέρω μόνο πως σ' αγαπώ, τ' ακούς, Ίων; σ' αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ' έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω "σ' αγαπώ", μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...». Πηγή: www.lifo.gr






Ο Μιμίκος και η Μαίρη




Μια ακόμη ιστορία αγάπης είναι αυτή του Μιμήκου και της Μαίρης
Η Μαίρη Βέμπερ ήταν από την Γερμανία και εργαζόταν σαν παιδαγωγός στην Βασιλική οικογένεια. Εκεί γνώρισε τον δόκιμο στρατιωτικό Μιχαήλ Μιμήκο. Ερωτευτήκανε και συνάψανε σχέση για 7 – 8 μήνες. Συναντιόντουσαν στην Ακρόπολη και ο έρωτας τους ήταν γνωστός στην πριγκίπισσα Σοφία.
Ένα πρωινό, η Μαίρη ανηφόρισε στην Ακρόπολη και όπως είπε στη συνάδελφο της, θα επέστρεφε για το μεσημεριανό γεύμα....

 Στην Ακρόπολη υπήρχαν μόνο τρεις Γερμανοί τουρίστες και ένας φύλακας που γνώριζε τη Μαίρη, καθώς την έβλεπε συχνά. Από αυτόν έμαθε και η χωροφυλακή τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν. Ο φύλακας διηγήθηκε ότι η νεαρή κουβερνάντα περιηγήθηκε στα μνημεία κόβοντας λουλούδια. Μετά μπήκε στο Παρθενώνα και κάθισε στο υψηλότερο σημείο του νότιου αετώματος. Σηκώθηκε όρθια και καθώς τα ρούχα της ανέμιζαν και αποκαλύπτονταν οι αστράγαλοί της, από ντροπή, ζήτησε από τους Γερμανούς που πλησίαζαν να απομακρυνθούν. Ο φύλακας περιέγραψε: «Όπως ήτο ντυμένη στα λευκά, νέα, δροσερά, εφαίνετο ως ζωντανών, ωραίων άγαλμα. Δεν σήκωσα ούτε μια στιγμή τα μάτια μου, από πάνω της, χωρίς να ξέρω γιατί.» Αγνάντευε είκοσι λεπτά και ξαφνικά η Μαίρη βρέθηκε αιμόφυρτη στη βάση του ναού. Είχε πέσει από το αέτωμα, ύψους δεκατριών μέτρων. Όλοι έτρεξαν να τη βοηθήσουν. Της έβρεξαν το πρόσωπο και της έδωσαν να πιει νερό, όμως ήταν εμφανές ότι η νεαρή αργοπέθαινε. Έσπευσαν να τη μεταφέρουν στο κοντινότερο νοσοκομείο, το στρατιωτικό. Η διάγνωση ήταν απελπιστική. Είχε κατάγματα στο αριστερό χέρι, εσωτερική αιμορραγία από τη συντριβή του ιερού οστού, κάταγμα στο στέρνο και τραύματα στη κάτω γνάθο. Εντός δύο ωρών, η Μαίρη ήταν νεκρή.... 



Προτού μάθει τι έγινε, παρέλαβε τα γράμματα της αγαπημένης του, τα οποία έστελνε στο νοσοκομείο. Ο Μιμήκος δεν τα είχε λάβει επί οχτώ συνεχόμενες ημέρες, αφού απουσίαζε λόγω ασθένειας. Παρ’ όλα αυτά καθυστέρησε να τα ανοίξει, επειδή παρατήρησε ασυνήθιστη κίνηση στο κτήριο. Έτσι πληροφορήθηκε για το θάνατο μίας νεαρής κοπέλας. Όταν αντίκρισε τη νεκρή και διαπίστωσε ότι ήταν η αγαπημένη του Μαίρη, λύγισε. Άρχισε να κλαίει και να υπόσχεται ότι θα τη συναντήσει. Αργά το απόγευμα ο αδελφός του κατάφερε να τον απομακρύνει από δίπλα της και τον πρόσεχε όλη την νύχτα, καθώς φοβόταν μην αυτοκτονήσει. Όταν άνοιξε τα γράμματα της, ο Μιμήκος έμαθε ότι η Μαίρη είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της να παντρευτούν, αλλά της το αρνήθηκε. Η απογοητευμένη κοπέλα έγραφε στον καλό της, ότι επειδή είχε εκτεθεί, έπρεπε να λήξει η υπόθεση με γάμο. Έστειλε τρεις επιστολές στον Μιμήκο, αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Η τέταρτη επιστολή έμοιαζε με τελεσίγραφο: «Ελθέ σήμερον την πρωίαν εις τας ένδεκα εις την Ακρόπολιν. Είμαι πλέον απελπισμένη. Αν δεν έλθης αυτοκτονώ». Ο νεαρός γιατρός δεν είχε διαβάσει έγκαιρα καμιά επιτολή, καθώς ήταν άρρωστος στο σπίτι και δεν πήγε στο νοσοκομείο. Η Μαίρη παρεξήγησε τα γεγονότα και έλαβε το λάθος μήνυμα....



Όλο το βράδυ, ο Μιμήκος ήταν υπό την επίβλεψη του αδελφού του. Τις πρώτες πρωινές ώρες προσποιήθηκε ότι είχε ρίγη και ζήτησε επιπλέον σκέπασμα. Τα λίγα λεπτά που έμεινε μόνος έβγαλε το πιστόλι που έκρυβε κάτω από το στρώμα. Αυτοπυροβολήθηκε στην καρδιά και πέθανε ακαριαία. Ο αδελφός του, που τον προστάτευε, έγινε άλλος ένας τραγικός μάρτυρας, όπως ο φύλακας της Ακρόπολης. Το επόμενο πρωινό, τελέσθηκε η κηδεία της προτεστάντισσας Μαίρης, ενώ παράλληλα προετοιμαζόταν και η ταφή του Μιμήκου. Η εκκλησία δε δεχόταν να τον κηδέψει, καθώς η αυτοχειρία θεωρείται αμάρτημα στον ορθόδοξο χριστιανισμό. Ο έρωτάς τους ήταν γνωστός στα ανάκτορα, έτσι η πριγκίπισσα Σοφία που αγαπούσε τη Μαίρη, πρότεινε να ταφούν μαζί. Ωστόσο, η οικογένεια του Μιμήκου προτίμησε τον οικογενειακό τους τάφο....



Οι φίλοι τους, που τους αγαπούσαν και γνώριζαν τον έρωτα τους, δεν άντεχαν να τους «βλέπουν» χώρια. Άλλωστε για αυτό δεν αυτοκτόνησε ο Μιμήκος; Για να είναι κοντά στην αγαπημένη του; Δύο μέρες μετά πήραν την απόφαση τους. Ξέθαψαν το Μιμήκο και τον μετέφεραν δίπλα στη Μαίρη. Πάνω στο σωρό από τα λουλούδια που τώρα κάλυπτε και τα δύο μνήματα απόθεσαν το εξής σημείωμα: «Ωρκίσθημεν να σας ενώσωμεν οι φίλοι σου και ιδού». Ακολούθησε κύμα αντιρρήσεων και κατηγορίες για τυμβωρυχία. Το θέμα έληξε χωρίς συνέπειες με την παρέμβαση της πριγκίπισσας Σοφίας, που είχε την ίδια άποψη με τους φίλους των δύο νέων....

Η πλάκα που τοποθέτησαν οι φίλοι του ζευγαριού. Έγραψαν πάνω : «Καρδιαίς, αν σμίξουνε στη γη σαν τις καρδιαίς μας πάλι. Να μη χωρίσουν ποτέ η μία από την άλλη». Υπογράφεται: «Οι εν ουρανώ ερασταί Μαίρη και Μιχαήλ» με ημερομηνία «Μηνί φεβρουαρίω φθίνοντι εν 1893 έτει».... 







Η κοιμωμένη του Χαλεπά



Στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, ανάμεσα στα πολλά γλυπτά μνημεία, βρίσκεται και η «κοιμωμένη», ένα έργο που έκανε διάσημο τον Τήνιο γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά και αθάνατο ένα ρομαντικό και πανέμορφο κορίτσι, την 18χρονη Σοφία, κόρη του Κωνσταντίνου Αφεντάκη, που ζούσε με την οικογένειά της στην οδό Σωκράτους, της Αθήνας.

Στα 16 της, (γεννήθηκε το 1860) όλα τα αγόρια ήταν τρελά ερωτευμένα μαζί της και η αθηναϊκή κοινωνία την είχε ανακηρύξει «κόρη των Αθηνών». Καλούσαν την οικογένειά της σε δεξιώσεις, έκλεβε την παράσταση και η εφημερίδες έγραφαν για την παρουσία της «…η εκπάγλου καλλονής Σοφία Αφεντάκη, μετά του κυρίου και της κυρίας Αφεντάκη…». Αυτά δεν τη συγκινούσαν, της ήταν αδιάφορα. Επιζητούσε μονίμως τη μοναξιά και τον ρεμβασμό… 



Τη Σοφία την ερωτεύθηκαν πολλοί, όπως ο γενναίος υπολοχαγός Καλλέργης, με γεμάτο το κορμί του από σφαίρες που «κέρδισε» στο πεδίο της μάχης και μία βαθιά ουλή από μονομαχία για λόγους τιμής. Η κόρη των Αθηνών όμως δεν ενέδιδε και δεν την ενδιέφεραν τα φλερτ. Δε συγκινήθηκε ούτε από τον Γάλλο πλωτάρχη Αρνέ, που τον θάμπωσε στην δεξίωση της αμερικανικής πρεσβείας και την επομένη, ενώ έπρεπε να αποπλεύσει με το πολεμικό ιστιοφόρο, προφασίστηκε βλάβη, για να μείνει στην Αθήνα να την ξαναδεί… Δεν την συγκίνησε ούτε το προξενιό με το πλουσιόπαιδο Γιαννάκη Αναστασόπουλο, που της έκανε ο πατέρας της.


Στις αρχές του 1878 -όπως έγραψε (Ιούλιος 1950) στον «Προοδευτικό Φιλελεύθερο» ο δημοσιογράφος  Σπ. Δενδρινός- ο Αφεντάκης φεύγει με τη Σοφία στη Νάπολη, για δουλειές . Με πρόσκληση του δημάρχου, πηγαίνουν στην όπερα, όπου η Σοφία ακούει τις μελωδίες του τενόρου Μάριο Τζοβάνι και ο κόμπος λύνεται. Η Σοφία, τον ερωτεύεται ακαριαία και παράφορα!
Βγαίνουν ένα βράδυ ως αργά, πέφτει στην αγκαλιά του και εκεί  την βρίσκει το πρωί… Γυρίζει αγωνιωδώς στο ξενοδοχείο και ηρεμεί όταν διαπιστώνει ότι δεν είναι εκεί ο πατέρας της, που έλλειπε για δουλειές… Ένα απόγευμα τρέχει να δει τον Μάριο και τότε ο πατέρας της ανακαλύπτει ένα γράμμα του. Ο τενόρος της έγραφε: «ούτε μια στιγμή δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Χθες με αποθέωσαν στην όπερα, μα εγώ έψαχνα εσένα… Και όταν γύρισα στο σπίτι, στη γοητευτική φωλίτσα μας, έκανα όνειρα για μας…». Ο Αφεντάκης γίνεται έξαλλος. Οργισμένος, τον αποκαλεί «παλιάνθρωπο!» και γυρίζει με τη Σοφία αμέσως στην Αθήνα. Ο χωρισμός τους πλέον γίνεται αβάσταχτος. Τις νύχτες η Σοφία δεν κοιμάται, αναζητεί τον Μάριο, του γράφει συνέχεια, χωρίς να παίρνει απάντηση… Δεν τρώει, πέφτει σε μελαγχολία και αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της με δηλητήριο.




Στις 28 Νοεμβρίου, βροχερή μέρα, στο προσκέφαλό της, η φίλη της Καλλιρρόη Παρρέν την κοιτά δακρυσμένη, καθώς εκείνη ψελλίζει το όνομα του Μάριο. Λίγο μετά παραδίδει το πνεύμα της… Χιλιάδες άνθρωποι την έκλαψαν την επομένη. Ο Αχιλλέας Παράσχος έγραφε: «Η κόρη στο προσκέφαλο την κεφαλή αφήνει. Τα δυο της χέρια τ’ ακουμπά, στ’ αδύνατά της στήθια, και σαν πουλάκι ξεψυχά και σαν πουλάκι σβήνει…».  Μετά από ένα δίμηνο, ο Αφεντάκης πηγαίνει στη Νάπολη να βρει το ειδικό «λεπτόκοκκο» μάρμαρο στα λατομεία της Καρέρα, που του ζήτησε ο Χαλεπάς για να φτιάξει το μνημείο της Σοφίας. Στο ξενοδοχείο διαβάζει στην εφημερίδα την τρομερή είδηση: «Εις τον «Λόφον του έρωτος», ηυτοκτόνησεν ο διάσημος τενόρος Μάριο Τζοβάνι…». Ο τενόρος πριν από 6 μήνες  είχε τραυματιστεί σοβαρά, νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο και όταν εξήλθε, βρήκε στο σπίτι όλες τις επιστολές της Σοφίας. Τις διάβασε και  ζήτησε πληροφορίες από την Αθήνα. Όταν του ανήγγειλαν τον θάνατό της,  έθεσε τέρμα στη ζωή του με μία σφαίρα στην καρδιά.









πηγή : http://news247.gr/eidiseis/mixani-tou-xronou/mhxanh-toy-xronoy-h-koimwmenh-toy-xalepa-poy-aytoktonhse-apo-erwtikh-apogohteysh-meta-aytoktonhse-kai-o-agaphmenos-ths.2979251.html





Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει...
Πηνελόπη Δέλτα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου